- ζευγαρωτός
- -ή, -όζευγαρωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζευγαρωτός — ή, ό [ζευγαρώνω] 1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτό το ζευγάρι. επίρρ... ζευγαρωτά ανά δύο … Dictionary of Greek